- συνοικτίζω
- συνοικτίζω,A have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοικτίζω — A νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)] … Dictionary of Greek
συνοικτίζεσθαι — συνοικτίζω have compassion on pres inf mp συνοικτίζω have compassion on pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνῴκτισε — συνοικτίζω have compassion on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)